- υδρύαλος
- και υδροΰαλος, ο, Νχημ. ονομασία τών πυριτικών αλάτων τών αλκαλίων, νατρίου ή καλίου, τα οποία παρασκευάζονται με πύρωση μίγματος άμμου και ανθρακικού νατρίου ή ανθρακικού καλίου και χρησιμοποιούνται για τη συγκόλληση τού γυαλιού ή τής πορσελάνης, ως μέσο συσσωμάτωσης και σε άλλες εφαρμογές.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + ύαλος].
Dictionary of Greek. 2013.